- ιρεύς
- ἱρεύς, ὁ (Α)ιων. και επικ. τ. τού ιερεύς*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱρεύς — ἱερεύς priest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek